2.13.2006

ΤΑ ΓΙΟΦΥΡΙΑ

Κωστής Ρόρρης
Σίδνεϊ – Αυστραλίας

ΤΑ ΓΙΟΦΥΡΙΑ

Καλοκαίρι του 2004. Χρονιά των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας, αλλά και των Παραολυμπιακών. Με τη γυναίκα μου, μόνιμοι κάτοικοι Αυστραλίας για 45 χρόνια, επισκεπτόμαστε την Ελλάδα κάθε δεύτερο χρόνο και δεν τη χορταίνουμε. Ιδιαίτερα τούτη τη χρονιά. Λιγάκι οι Ολυμπιακοί, λιγάκι το Ελληνικό φιλότιμο, η Ελλάδα, η Αθήνα και οι Έλληνες γενικότερα, έχουν βάλει το καλύτερό τους πρόσωπο. Όπου σταματήσουμε να ρωτήσουμε για κάτι, ασυνήθιστα ευγενικοί πολίτες, σκίζονται να μας εξυπηρετήσουν.
Ακόμη και οι αστυνομικοί χαμογελαστοί και καλοσυνάτοι, μας γνέφουν περάστε.
Από την Αυστραλία μας πληροφορούν μέσω τηλεφώνου, ότι η χορωδία μας – the Millennium Choir – επελέγη να τραγουδήσει στο άνοιγμα των Παραολυμπιακών. Πετάμε από τη χαρά μας. Όμως ένα από τα τραγούδια, μας είναι άγνωστο. Ευτυχώς υπάρχει το CD με την κάθε φωνή και μπορούμε να κάνουμε πρόβα, μέχρι να έρθει η χορωδία με το Μαέστρο στην Ελλάδα. Πανικός να βρεθεί κάποιος που να έρχεται, μέχρι που να μας τηλεφωνήσει ο γιος μου, πως κάποιος μακρινός μας συμπέθερος φεύγει Δευτέρα, Τρίτη πρωί πηγαίνετε στο Ελευθέριος Βενιζέλος να τον περιμένετε. Φεύγουμε από το χωριό και ανεβαίνουμε Αθήνα, όταν χτυπάει το κινητό μου:
- Συμπέθερε που είσαι; Ήρθα χτες από την Αυστραλία και έχω ένα πακέτο για σένα. Δώσε μου τη διεύθυνσή σου να σου το ταχυδρομήσω.
- Στάσου, του λέω, πες μου που είσαι να έρθω να το πάρω, μου είπαν θα ερχόσουν αύριο.
- Είμαι λίγο μακριά συμπέθερε, στη Ρούμελη, Γέφυρα Επισκοπής λέγεται το χωριό μας.
- Στην άκρια του κόσμου να είσαι συμπέθερε, θα έρθω να σε βρω!
Λόγια μεγάλων ανδρών! Φυσικά και δεν φανταζόμουνα την Οδύσσεια που με περίμενε!
Δίνω το τηλέφωνο στη γυναίκα μου καθώς οδηγώ, για να πάρει οδηγίες. Από που είναι καλύτερα να πάμε;
Η πρώτη ιδέα είναι να πάμε μέσω Πάτρα – Αγρίνιο. Έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να περάσουμε και τη νέα Γέφυρα του Τρικούπη, που μόλις δόθηκε στην κυκλοφορία.
Ο συμπέθερος μας αλλάζει ιδέα
- Ελάτε από Λαμία – Καρπενήσι και φεύγετε από το Αγρίνιο. Έτσι θα γνωρίσετε και τη Ρούμελη.
Η αλήθεια είναι ότι τη Ρούμελη δεν την είχα πατήσει. Όσες φορές ταξίδεψα για Μακεδονία, ήταν πάντα από την εθνική οδό μέσω Θεσσαλονίκης. Αφ’ ότου διάβασα τους άθλους του Ρουμελιώτη πολέμαρχου Καραϊσκάκη (σημ. συντ. Ο συγγραφέας βαφτίζει τον Θεσσαλό Καραϊσκάκη Ρουμελιώτη, λόγω της συμμετοχής του σε αγώνες στη Ρούμελη), στο ομώνυμο βιβλίο του Δ. Φωτιάδη, το μυαλό μου έπλαθε ένα τόπο φανταστικό, όπου ο θρυλικός γιος της καλογριάς, πηδούσε σα γίγαντας από το ένα βουνό στο άλλο με τόση ευκολία, σαν να ήταν αϊτός.
Τώρα μου δινόταν η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά αυτό το φανταστικό τόπο.
Στρίβουμε αριστερά στη Λαμία, για το Καρπενήσι. Φτάνουμε στους πρόποδες του Τυμφρηστού και αρχίζουμε την ανάβαση. Το αυτοκίνητο αγκομαχάει καθώς ο δρόμος γίνεται ελικοειδής και στενεύει. Ρίχνω τη ματιά μου κάτω στην κοιλάδα και ανατριχιάζω.
Πως αυτός ο ανεπανάληπτος ήρωας, άλλοτε άρρωστος απ’ το χτικιό και άλλοτε κυνηγημένος από οχτρούς και φίλους κατάφερνε να περπατάει αυτά τα κακοτράχαλα κατατόπια με τους συντρόφους του, να τους εμψυχώνει και να νικάει;
Ο θαυμασμός μου για τον ήρωα μεγαλώνει, όσο πιο ψηλά ανεβαίνουμε.
Κράβαρα, Καρπενήσι μου είναι περισσότερο γνωστά από την φολκλορική σκωπτική άποψη της Ελληνικής γλώσσας. Μπαίνουμε στην πόλη του Καρπενησίου και ...απογοητεύομαι, γιατί η πόλη δεν είναι τίποτα απ’ αυτά που της καταμαρτυρούν. Νοικοκυρεμένη, όμορφη, καθαρή. Και οι Καρπενησιώτες δεν έχουν τίποτα που να διαφέρουν από τους Σπαρτιάτες ή τους Πατρινούς.
Μπαίνω σε ένα κατάστημα να αγοράσω ένα μπουκάλι πιοτό και μάταια ψάχνω στην προφορά του καταστηματάρχη, να αναγνωρίσω τη χαρακτηριστική Ρουμελιώτικη λαλιά.
Τον πληρώνω και μισοαστεία – μισοσοβαρά του το αναφέρω. Βάζει τα γέλια και με ρωτάει από που είμαι.
- Μοραΐτης, του απαντάω, από την Αρκαδία.
- Μοραΐτης, από την Αρκαδία είμαι και γω, μου λέει. Σώγαμπρος στο Καρπενήσι!
- Πως τους βρίσκεις τους ντόπιους;
- Τι να σου πω, μου λέει, καλοί άνθρωποι, πιο ντόμπροι από μας!
Αρχίζουμε να κατεβαίνουμε και οι κορδέλες του δρόμου δεν λένε να τελειώσουν. Σταματάμε να πιούμε λίγο νερό και να τεντώσουμε τα κουρασμένα μέλη μας. Μαγεύομαι από την ομορφιά του τοπίου. Έλατα, πεύκα πράσινο παντού. Το μάτι μου πιάνει κάτι παράξενα πετρώματα σε καφέ - βιολετί αποχρώσεις. Μου θυμίζουν τα απολιθωμένα δέντρα της Λέσβου. Παίρνω μια πέτρα για να την εξετάσω πιο καλά, με την ησυχία μου. Λίγο πιο κάτω με τρώνε οι ενοχές. Σταματάω και ψάχνω να βρω παρόμοια πετρώματα, για να την εναποθέσω. Ακριβώς όπως κάναμε οι μετανάστες τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία. Ψάχναμε να βρούμε να αγοράσουμε σπίτι σε Ελληνοκατοικημένες γειτονιές, γιατί εκεί αισθανόμασταν σιγουριά.
Θαρρώ σαν να την ακούω να διαμαρτύρεται:
-Ντροπή σου, γιατί με πήρες από τον τόπο μου! Ξενιτεμένος, διωγμένος, μετανάστης άνθρωπος εσύ, πως το επιτρέπεις στον εαυτό σου;
Οι Ερινύες με κυνηγάνε σαν άγρια σκυλιά! Μου έρχονται στο νου οι προτροπές του οδηγού μας, στο φυσιολατρικό όμιλο του Σίδνεϊ:
« Αν σηκώσετε κάποια πέτρα, ξανάβατε την στη θέση της, μην πετάτε τίποτε γύρω εκτός από σπόρους, μην παίρνετε μαζί σας τίποτε, εκτός από αναμνήσεις και φωτογραφίες!»
Κατεβαίνουμε πιο κάτω και το τοπίο αλλάζει. Πλατάνια και βαθύσκιωτα δέντρα και κάποια καλοκάγαθα γεροντάκια να μαδάνε το κομπολόι τους στη δροσιά και να κοιτάζουν με περιέργεια το κόκκινο αμάξι με τις άγνωστες φάτσες, που τους καλημέρισε καθώς πέρασε και δεν σταμάτησε. Ο συμπέθερος μας είχε δώσει οδηγίες:
- Θα περάσετε μια γέφυρα και απέναντι είναι δυο ταβερνάκια, θα είμαι εκεί και θα σας περιμένω να πιούμε τα ουζάκια μας, κάτω απ’ τα δέντρα, στη δροσιά.
Περνάμε τη γέφυρα...« δεν θέλεις να φτάσαμε;» λέω στη γυναίκα μου.
Η ταμπέλα στη γέφυρα με απογοητεύει: "ΔΥΤΙΚΗ ΦΡΑΓΚΙΣΤΑ". Κρίμα και ήταν τόσο ειδυλλιακό τοπίο!
Παίρνουμε το συμπέθερο στο κινητό:
- Πάμε καλά;
- Καλά έρχεστε, αλλά έχετε ακόμη γύρω στα 5 χιλιόμετρα δρόμο, σας περιμένω!
Άλλες στροφές και το τοπίο να εναλλάσσεται, πότε πράσινο της ελιάς – «τα λιοστάσια»- και πότε ξερό.
Κάθε γεφυράκι που περνάμε, ανάβει την ανυπομονησία μας... « λες να είναι τούτο;»
Και πάλι απογοήτευση. Δεν είναι λίγο να σε σαϊτεύει ο Υπερίωνας με τις καυτερές του αχτίνες, να ξέρεις ότι στο τέλος του δρόμου σε περιμένει ένας φίλος από την Αυστραλία, κάτω από τη σκιά των δέντρων με μεζέ και ουζάκι και να μη λέει να φανεί το καταραμένο γεφύρι! Μην έκανε λάθος ο συμπέθερος, μήπως δεν ακούσαμε καλά και μας είπε 45 χιλιόμετρα;
Πιο κάτω άλλη απογοήτευση! Το δάσος καμένο! Μαυρισμένα κούρβουλα, κάψαλα ασκήμια παντού, υπάρχουν λοιπόν και ανόητοι Έλληνες που καίνε τα δάση;
Δεν μπορούμε να το πιστέψουμε. Δυστυχώς υπάρχουν ανόητοι και απρόσεκτοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο.
Παίρνουμε άλλη μια στροφή και ξαφνικά το μάτι μας αλληθωρίζει!
Ελλάδα τι ομορφιές κρύβεις;
Μπροστά μας απλώνεται μεγαλόπρεπη, γαλαζοπράσινη η λίμνη του Μέγδοβα. Τρία ποτάμια τη συντηρούν και την γεμίζουν για να παράγουν οι τουρμπίνες της φτηνό ηλεκτρικό ρεύμα που όπως μας είπαν, όταν έχουν υπερπαραγωγή γίνεται και εξαγωγή στην Ιταλία.
Μια τεράστια τσιμεντένια γέφυρα, πάνω από 800 μέτρα διασχίζει τη λίμνη που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο και σκέπασε το χωριό. Μένω άφωνος μπροστά στο μεγαλείο και την ομορφιά του τοπίου. Αποφεύγω τον πειρασμό να σταματήσω καταμεσής, φοβάμαι να μην θέσω σε κίνδυνο άλλους οδηγούς που πιθανώς ακολουθούν.
Περνάμε και δεν το κρατάω, σαν τον κροκοδειλάκια στην ομώνυμη ταινία, που όταν δοκίμασε κάποιος να τους ληστεύσει με ένα σουγιά, στην προτροπή της συνοδού του να δώσει τα λεφτά γιατί ο ληστής είχε μαχαίρι, τράβηξε από την κάλτσα του μια μαχαίρα τόοοοση και κραδαίνοντάς την της απάντησε:
- Εκείνο δεν είναι μαχαίρι, τούτο είναι μαχαίρι, ενώ ο επίδοξος ληστής το έβαζε στα πόδια και όπου φύγει – φύγει.
- Τα άλλα δεν ήταν γιοφύρια, ετούτη είναι γέφυρα, λέω στη γυναίκα μου και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.
Ο συμπέθερος μας περιμένει στο ταβερνάκι και η θέα είναι αρκετή να σε ...μεθύσει.
Τα ούζα πάνε κι έρχονται, ενώ εγώ δεν παύω να θαυμάζω το γαλαζοπράσινο του νερού της λίμνης, τις βερικοκιές με τα κλαδιά τσακιστά στο φρούτο, τα ροδάκινα που κοκκινίζουν σαν τα μάγουλα ντροπαλών κοριτσιών, τα κλίματα φορτωμένα σταφύλια μόλις που παίρνουν να ροδίζουν, τα ζουζούνια που πετάν στα λουλούδια ρουφώντας το νέκταρ.
Αποχαιρετάμε και φεύγουμε για το Αγρίνιο. Άλλες ομορφιές της Ελλάδας μας φυλάνε εκπλήξεις. Δίνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου στη γυναίκα μου.
- Πάρε λέω να οδηγήσεις εσύ, εγώ μέθυσα!
- Ήπιατε πολλά ούζα με το συμπέθερο, μου λέει.
- Όχι με μέθυσε το τοπίο, είπα και δεν έλεγα ψέματα.
Φτάνουμε στη διασταύρωση της εθνικής οδού και αντί να στρίψει αριστερά, η γυναίκα μου σταματάει το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου:
-Πάμε Ζαγοροχώρια, με ρωτάει;
-Πάμε λέω, να γνωρίσουμε τις ομορφιές τις πατρίδας μας.
Αχ! Ελλάδα σ’ αγαπώ!