1.11.2006

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ

ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΓΟΝΟΛΑΤΡΕΙΑΣ

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865 - 1922) γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλίας και πέθανε στην Αθήνα δύο μήνες μετά την Μικρασιατική καταστροφή σε ηλικία 57 ετών. Σπούδασε γιατρός και υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό. Ελάχιστοι Έλληνες έχουν διαβάσει τον " Αρχαιολόγο" το σημαντικότερο πεζογράφημά του που γράφηκε το 1904 , κατηγορήθηκε ως ανθελληνικό και αποσύρθηκε από την κυκλοφορία. Πρόκειται για το τελευταίο του μυθιστόρημα μετά τον "Ζητιάνο" και "Τα λόγια της πλώρης". Το έργο, που έχει αλληγορικό χαρακτήρα, περιγράφει τον παράλληλο βίο δύο νεοελλήνων από τους οποίους ο πρώτος είναι ελληνομανής και προγονολάτρης, ενώ ο δεύτερος κατανοεί την πραγματικότητα και βασίζει την ζωή του στις σύγχρονες συνθήκες και όχι στην ομιχλώδη αίγλη των προγόνων. Στο τραγικό τέλος του έργου ο παθιασμένος με την ελληνολατρεία πρωταγωνιστής σκοτώνεται καταπλακωμένος από ένα αρχαίο άγαλμα της θεάς Δόξας, που προσκυνούσε καθημερινά.
Ο Καρκαβίτσας είχε πει: «Όσο ζούμε θαμπωμένοι και άπραγοι κάτω από το βάρος της παλιάς μας δόξας και δεν ζητάμε να ζήσουμε υπεύθυνα και δημιουργικά τη δική μας ζωή, προκοπή ας μην περιμένουμε».

Βιογραφικό
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας, πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της Λυγερής (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ΄ οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα.
Στην Αθήνα συνδέθηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κων/νο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης, για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του «Ο Ζητιάνος», το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο.
Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο. Σ' Ανατολή και Δύση και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων Λόγια της Πλώρης (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος αειφυγία). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα μια μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση.
Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στα πλαίσια της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα Πάσχα στα Πέλαγα και το 1911 τιμήθηκε με το αργυρό Σταυρό.
Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία (Διηγήματα για τα παλικάρια μας και Διηγήματα του γυλιού), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον Αρματωλό, μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894.
Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη Το ταξίδι μου), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα" (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος.
Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη Λυγερή (1890) και κορυφαία έκφραση τον Ζητιάνο (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή «Τα Λόγια της Πλώρης» (1899), ενώ στο τελευταίο έργο του Ο Αρχαιολόγος (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Από τα έργα του
Το γιούσουρι στην γλώσσα των ναυτικών είναι ένα Θεριό της Θάλασσας, είναι ένα δέντρο του βυθού με κλαδιά και ρίζες και με ρόζους. Κι αυτό το θεριό το φοβούνται τα καράβια που ταξιδεύουν. Μόνο μια λύση υπάρχει για να σωθούν, να ξεριζωθεί το γιούσουρι. Κι αυτό θα το τολμήσει ο Γιάννος ο Γκάμαρος, ένας νησιώτης.
Γοργόνες: Φουρτούνες και κύματα, στοιχειά και ξωτικά της θάλασσας, ένας πλούσιος και δυνατός μπέης δίνει όσα όσα να γιατρευτεί η αγαπημένη του κόρη, που ήταν όμορφη σαν την Ηλιογέννητη. Ένας γέροντας με μια κασέλα γεμάτη ξωτικά υπόσχεται να την κάμει καλά, όμως τα ξωτικά στο τέλος κάνουν του κεφαλιού τους... Ναυάγια

Το διήγημα περιέχεται στη συλλογή Λόγια της Πλώρης (1899)

Μόλις αράξαμε στη Στένη, ο καπετάν Ξυρίχης πήρε τη βάρκα κι έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δυο ημέρες τώρα δεν ήβρεσκε ησυχία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο», το μπάρκο του, που ήταν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τα δυο του αδέρφια. Δεν πρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και το ναύλο τους και τους χώρισε ο χιονιάς. Κατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίσει το δικό μας και ολάκερο ημερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε στ' ανοιχτά. Μα όταν μπήκε στο Βόσπορο, ρώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες· αλλά τίποτε δεν έμαθε για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε να ορθοπλωρίσει κι εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Κι αν τσακίστηκε το μπάρκο, σώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κι έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.
'Οταν έφτασε στο τηλεγραφείο, ξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στον πόνο των αλλωνών. Κάτω στην αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος· γυναίκες, άντρες, παιδιά πρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους. Κι εκείνο σώριαζε με την ταρναριστή φωνή του ακατάπαυστα θλίψη. Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στην αυλή θρήνοι ακούονταν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλούσε το δάκρυ.
Ο καπετάν Ξυρίχης δε μπορούσε να υποφέρει περισσότερο το βάσανο. Βιαζότανε να μάθει και τη δική του μοίρα. Έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο στη θυρίδα και ρώτησε με ολότρεμη φωνή:
- Για τον «Αρχάγγελο»... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα;
- Τίποτα· του απαντά ξερά ο τηλεγραφητής.
- Τίποτα! πώς είναι δυνατόν; ξαναρωτάει. «Αρχάγγελο» το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο.
Και κολλάει περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αυτιάζεται τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς, σαν δοντοχτύπημα κρυωμένου, η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του- έτοιμος να λιποθυμήσει. Μα δεν την παρατά τη θέση του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκοιτάζει μια στιγμή και λέει με φωνή αδιάφορη:
- Ναι ...«Αρχάγγελος». Χάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης. Κόπηκε στα δυο· η πρύμνη του ρίχτηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είναι ζωντανά.
- Ζωντανά! Αναστυλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του.
- Τα ονόματα; λέει με φωνή σαν χάδι· δεν μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματα;
- Πέτρος και Γιάννης.
Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης είναι τ' αδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα, θρύμματα το ολοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ο θεός! Φτιάνουν άλλο μεγαλύτερο και ομορφότερο. Φιλεύει ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζίτι κέρασμα στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: - Δεν είναι τίποτα· όλοι καλά είναι· όλα καλά!
- Ποιας ηλικίας τάχα να είναι τα παιδιά; ρωτάει πάλι.
Ο υπάλληλος σκουντουφλιάζει· μα τον παρασκότισε! Γύρω ακούονται φωνές· ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν του φτάνει; Είναι κι άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς τους. Ας μάθουν κι εκείνοι κατιτί! Μα εκείνος δεν αφήνει τη θέση του.
- Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά.
- Δέκα δώδεκα χρονών.
Πάλι απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είναι τόσο μικρά. Είναι από είκοσι
πέντε κι απάνω. Σκουντούφλης κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από κει μ' έν' άλογο φτάνει στον Αϊ-Γιώργη, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν. Ο ήλιος παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιο ουρανό. Η θάλασσα λίμνη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα. Η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Μα - η ακρογιαλιά μοιάζει με νεκροταφείο. Κάθε βράχος και νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά, δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, άδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στις σκισμάδες, μυαλά στουπιασμένα στην πέτρα. Ένα τρεχαντηράκι ομορφοφτιασμένο, άγγελος, πρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λες κι αρμένιζε ανάερα. Και όμως ήταν καρφωμένο στο βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στην πέτρα, που ουδέ νερό ουδ' άνεμος μπορούσε να περάσει. Κι ένα σκυλί στην πρύμνη δεμένο γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε την αλυσίδα του και το νερό κοιτάζοντας αλύχταγε, κι αλύχταγε, σαν να το έβριζε, που χάλασε τ' ομορφοκάραβο.
Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα βρέθηκε μπρος στο μπάρκο του. Έπρεπε να είναι δικό του ξύλο, για να το γνωρίσει. Ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε σκαφίδι απόμενε πλια. Μονάχα η πρύμνη του, κι εκείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή, άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Κι ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει το ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέρα δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα απάνω στα κοτρόνια, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιχνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του. Κι απάνω στα τουμπανιασμένα κουφάρια, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα τα όρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα και στον κρότο του πέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενοχλούσε στο πλούσιο φαγοπότι.
Αρχίζει τώρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Εκείνα τα κουφάρια δείχνουν πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. Θέλει να δράμει, να ψάξει ολούθε, μα δεν τολμά. Κάτι μέσα του τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει στ' αχνάρια τους. Τέλος πάει και ψαχουλεύει. Βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του. Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο, το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το 'λεγε η ψυχή, βέβαια δε θα τα γνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισε. Και τότε τα μάτια του στέρεψαν ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται να πέφτει με ορμή, που λες τρόμαξε και πισωπάτησε εκείνη φοβισμένη.
Έπειτα σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του. Χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήσει· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στ' αυτί, θες παρηγοριά, θες μακρινήν υπόσχεση. Έπειτα με το λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μια ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα το ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, κύλησε επάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κι έφτασε στα θεραπεία. Βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο του.
- Έτοιμα; ρωτά το γραμματικό.
- Έτοιμα.
- Βίρα άγκουρα!
Ο καπετάν Ξυρίχης, αμίλητος, έπιασε τη θέση του στο κάσαρο κι εξακολουθήσαμε το ταξίδι.