6.20.2006

Πίνδαρος

Πίνδαρος, ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας από τη Θήβα

Ο Πίνδαρος, ο μεγαλύτερος από τους λυρικούς ποιητές της Ελλάδος και η φωνή των Δελφών για περισσότερο από σαράντα χρόνια, γεννήθηκε στο Κυνός Κεφαλές, ένα χωριό κοντά στις Θήβες, γύρω στο 518 π.Χ.

Ήταν γιος του Δαϊφαντου, ο οποίος ανήκε στην αρχαία και αριστοκρατική οικογένεια των Αιγιδών. Έμαθε μουσική από τα μικρά του χρόνια από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν φημισμένος μουσικός αυλού και από τους έξοχους Αθηναίους μουσικούς Αγαθοκλή και Απολλόδωρο. Έζησε το περισσότερο μέρος της ζωής του στην Θήβα και στους Δελφούς, όπου το μαντείο του είχε αναθέσει να εκφωνεί ύμνους προς τους Θεούς.

Όταν πέθανε, κανένας δεν πίστευε ότι η σκιά του έφυγε από τους Δελφούς και οι ιερείς κάθε βράδυ πριν το δείπνο έβαζαν ένα κήρυκα να αναγγέλλει γύρω από το μαντείο τα λόγια

"ο Πίνδαρος έρχεται να δειπνήσει με τον Θεό" και έτσι προσκαλούσαν τον νεκρό να εισέλθει στον Ναό, όπου δύο τραπέζια με εδέσματα ήταν έτοιμα, το ένα για τον Απόλλωνα και το άλλο για τον Πίνδαρο (η επονομαζόμενη Θεοξενία).

Οι Θηβαίοι τον ονόμαζαν "ο αετός των Θηβών" και τον σύγκριναν με το πολύβουο ρέμα του ποταμού.

Ο Πίνδαρος, κατά την διάρκεια της ζωής του, είχε τιμηθεί από όλες τις Ελληνικές πόλεις για τα ποιήματα του και είχε προσκαλεστεί συχνά από βασιλείς και τύραννους στις αυλές τους, ιδιαίτερα από τον Αμύντα της Μακεδονίας, Αρκεσίλαο της Κυρήνης, Θήρωνα του Ακράγαντος και Ιέρωνα των Συρακουσών, όπου έζησε από το 476 μέχρι το 472 π.Χ.

Το 438 π.Χ., σε ηλικία ογδόντα ετών, πέθανε στο θέατρο του Άργους, την στιγμή που εκφωνούσε ένα από τα ποιήματα του.

Οι Αθηναίοι τον είχαν τιμήσει κάνοντας τον πρόξενο και μετά τον θάνατον του, του έστησαν μπρούτζινο άγαλμα. Οι Θηβαίοι του είχαν επιβάλλει πρόστιμο, επειδή εγκωμίασε εχθρική πόλη, την Αθήνα, αλλά αργότερα έκτισαν ναό κοντά στο σπίτι του, για να τον τιμήσουν.

Ο Πίνδαρος έγραψε ένα τεράστιο αριθμό ποιημάτων τα οποία είχαν ταξινομηθεί από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς σε δέκα επτά βιβλία. Η ποίηση του περιελάμβανε διθυράμβους, παιάνες, σχόλια, εγκώμια, προσόδια, παρθένια και επινίκια. Τα τελευταία είναι τα μόνα σωζόμενα έργα του, ενώ από τα υπόλοιπα έχουν απομείνει μόνο μερικά κομμάτια.

Τα Επινίκια ήταν ύμνοι που εξυμνούσαν τους νικητές των αγώνων και απαγγέλλονταν από τον χορό, συνήθως στο τόπο της νίκης ή κατά την διάρκεια τελετής προς τιμήν του νικητού, μετά την επιστροφή του στο σπίτι. Περιείχαν 14 Ολυμπιακές, 12 Πύθια, 11 Νεμέα και 8 Ίσθμια ωδές.

Τα ποιήματα του Πίνδαρου χαρακτηρίζονται από μεγαλειότητα σκέψεως, έκφραση, μέτρο και αρμονική σκέψη και περιέχουν έντονα θρησκευτικά συναισθήματα.

ΟΙ ΑΙΓΙΝΗΤΙΚΕΣ ΩΔΕΣ ΤΟΥ ΠΙΝΔΑΡΟΥ

Του Αιακού δοξαστό είναι τ' όνομα• δοξασμένη κι η

καραβοξάκουστη Αίγινα• με των Θεών καλοτύχη

δωριέας σαν ήρθε του Ύλλου και του Αιγιμίου λαός

την κατοίκησε• και κυβερνιούνται υπακούοντας τους κανόνες

μην πατώντας τη θεία τάξη και τα δίκια των ξένων κρατώντας.

Παραβγαίνουνε των δελφινιών στο πέλαγο και γνωστικά

των Μουσών τα χαρίσματα και των αγώνων τ' αθλήματα αυτοί κυβερνούνε.


Το απόσπασμα αυτό, από την εισαγωγή του χαμένου 9ου Ισθμιόνικου, συνοψίζει πολύ καλά τα όσα αισθανόταν ο Πίνδαρος για την Αίγινα, που πολλοί την είπαν δεύτερη πατρίδα του.

Το πρώτο σωζόμενο έργο του χρονολογείται στα 498 και το τελευταίο στα 446, επομένως το κεντρικό γεγονός της πενηντάχρονης σταδιοδρομίας του ήταν αναμφίβολα οι Περσικοί πόλεμοι. Ο Πίνδαρος, αν πιστέψουμε μια πληροφορία που δίνει ο ίδιος σε μια ωδή του, κρατούσε από το παλιό γένος των Αιγεϊδών, ένας κλάδος του οποίου εγκαταστάθηκε στη Σπάρτη και από εκεί αποίκισαν τη Θήρα και μετά την Κυρήνη.

Ο Πίνδαρος καλλιέργησε πολλά είδη της λυρικής ποίησης• οι αρχαίοι τα χώριζαν σε 17 βιβλία ανάλογα με το είδος. Αν και σώζονται πολλά αποσπάσματα από τα άλλα βιβλία (κυρίως παιάνες) το μόνο τμήμα του έργου του που σώθηκε σχεδόν ακέραιο είναι οι επινίκιες ωδές, τέσσερα βιβλία που περιλαμβάνουν συνολικά 45 ωδές.

Το είδος της επινίκιας ωδής γνώρισε εντυπωσιακή αλλά βραχύχρονη ακμή στην αρχαία Ελλάδα και ουσιαστικά ταυτίζεται με τρεις ποιητές: τον Σιμωνίδη, που πρώτος άρχισε να συνθέτει περίτεχνες ωδές προς τιμή νικητών σε αθλητικούς αγώνες, τον ανεψιό του τον Βακχυλίδη και τον Πίνδαρο. Οι τρεις τους κινήθηκαν στους ίδιους κύκλους και ύμνησαν τους ίδιους ανθρώπους. Το 440 το είδος της επινίκιας ωδής ήταν ήδη σχεδόν νεκρό.

Σε ολόκληρη την Ελλάδα γινόντουσαν τοπικοί αγώνες, αλλά το αποκορύφωμα ήταν οι τέσσερις πανελλήνιοι αγώνες, στην Ολυμπία, στους Δελφούς, τη Νεμέα και τον Ισθμό. Λέγονταν και στεφανίτες αγώνες επειδή οι νικητές έπαιρναν σαν έπαθλο στεφάνια από αγριελιά, δάφνη, πεύκο και σέλινο, αντίστοιχα. Οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Πύθια (στους Δελφούς) θεωρούνταν σπουδαιότεροι, και γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια, ενώ τα Νέμεα και τα Ίσθμια κάθε δύο. Έτσι, ας πούμε το 476 έγιναν Ίσθμια τον Απρίλιο και Ολύμπια τον Αύγουστο, το 475 τα Νέμεα, το 474 τα Ίσθμια και τα Πύθια, το 473 τα Νέμεα και ούτω καθεξής το 472 και στη συνέχεια. Κάθε χρόνο δηλαδή γίνονταν ένας ή δύο αγώνες. Βέβαια, σε όλη την Ελλάδα γίνονταν και πολλοί άλλοι τοπικού χαρακτήρα αθλητικοί αγώνες όπου συμμετείχαν και νικούσαν και αιγινήτες. Στην ίδια την Αίγινα γίνονταν τα Ηραία, και άλλοι αγώνες στα Μέγαρα, στην Επίδαυρο κτλ. Όμως οι νίκες αυτές θεωρούνταν ελάσσονες και μόνο παρεμπιπτόντως αναφέρονται στις ωδές.

Φαίνεται πιθανό ότι οι επινίκιες ωδές τραγουδιόνταν από τον κώμο, μια ομάδα τραγουδιστών και χορευτών, με τη συνοδεία αυλού και λύρας. Η εκτέλεση της ωδής γινόταν συνήθως στον τόπο του νικητή, αν και ορισμένες φορές μπορεί και να έγινε στον τόπο των αγώνων.

Σε γενικές γραμμές, η επινίκια ωδή έχει σκοπό να επαινέσει και να απαθανατίσει τους νικητές και να επικαλεστεί κοινές κοινωνικές αξίες. Κάθε ωδή είναι ένα μίγμα από έπαινο, μυθολογικά στοιχεία και γνωμικά. Δεν υπάρχει ένα κοινό καλούπι, αλλά διακρίνονται κάποια επαναλαμβανόμενα στοιχεία. Η πινδαρική ωδή συχνά ξεκινάει με σύντομο ύμνο προς κάποιον θεό και στη συνέχεια αναφέρει τον νικητή, τον τόπο του και το αγώνισμα όπου νίκησε. Αφού επαινέσει τον νικητή, τους προγόνους του και την πόλη του, περνάει σε μυθολογικά θέματα (που ενδεχομένως έχουν σχέση με τον τόπο καταγωγής του τιμώμενου) και τελειώνει επιστρέφοντας στον νικητή, στον οποίο εύχεται ευτυχία και μακροημέρευση. Στο μυθολογικό τμήμα της ωδής, ο Πίνδαρος συνήθως διαλέγει ένα επεισόδιο από μια μεγαλύτερη ιστορία και το αναλύει σε εντυπωσιακή λεπτομέρεια. Η ωδή περιέχει επίσης προσευχές, γνωμικούς στίχους και αναφορές του ποιητή στον εαυτό του και στην τέχνη του• αυτά συνήθως χρησιμεύουν ως γέφυρες που τον βοηθούν να περάσει από το ένα θέμα στο άλλο.

Εντυπωσιακό πάντως είναι ότι στο σύνολο της ωδής μπορεί να είναι ελάχιστοι οι στίχοι που αναφέρονται ειδικά στον νικητή στον οποίο είναι αφιερωμένη. Άλλωστε, το αρχαιοελληνικό ήθος δεν θα ανεχόταν επισώρευση επαίνων σε έναν άνθρωπο, έστω και ολυμπιονίκη. Βέβαια, υπάρχει και το ανέκδοτο για τον Σκόπα, ο οποίος πλήρωσε μόνο τη μισή συμφωνημένη αμοιβή στον Βακχυλίδη για μια επινίκια ωδή, λέγοντας ότι η άλλη μισή μιλούσε μόνο για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη!
Οι επινίκιες ωδές πληρώνονταν αδρά, οπότε μόνο κάποιος πλούσιος μπορούσε να έχει την πολυτέλεια να αναθέσει τη σύνθεση επινικίου στο όνομά του.

Ήδη από την αρχαιότητα οι επινίκιες ωδές του Πινδάρου διαιρέθηκαν σε τέσσερα βιβλία, ένα για κάθε πανελλήνιο αγώνα, ενώ μέσα σε κάθε βιβλίο η σειρά καθορίζεται από το αγώνισμα στο οποίο νίκησε ο τιμώμενος: προηγούνται τα ιππικά αγωνίσματα, που είχαν και το μεγαλύτερο γόητρο, ακολουθούν τα παλαιστικά και τελευταία έρχονται τα αγωνίσματα δρόμου. (Άλογα για τις αρματοδρομίες μπορούσαν να συντηρούν μόνο οι πλούσιοι -άλλωστε αν και δεν οδηγούσαν οι ίδιοι το άρμα, εκείνοι θεωρούνταν νικητές και γι' αυτούς γράφονταν οι ωδές). Έτσι, η παραδοσιακή σειρά των επινίκιων ωδών δεν έχει καμιά σχέση με τη χρονολογική σειρά που γράφτηκαν, η οποία άλλωστε δεν βεβαιώνεται πάντοτε με σιγουριά γιατί δεν έχουν σωθεί όλοι οι κατάλογοι με τους νικητές των αγώνων.

Οι αιγινητικές ωδές του Πινδάρου

Η Αίγινα, στην οποία όπως και στη Βοιωτία, είχαν αναμιχθεί δωρικά στοιχεία με αιολικά, ήταν τότε ανταγωνιστής επικίνδυνος της Αθήνας και έτσι εξ αντικειμένου πολιτικά σύμμαχος με τη Θήβα του Πινδάρου. Η δύναμη βρισκόταν στα χέρια μιας αριστοκρατικής τάξης από πλούσια γένη, που αγαπούσαν και καλλιεργούσαν τον αθλητισμό. Αυτός ακριβώς ήταν ο κόσμος των πινδαρικών επινικίων. Ο Πίνδαρος συνδέθηκε πολύ στενά με την Αίγινα. Με την εκστρατεία του Ξέρξη, η Θήβα μήδισε και ο Πίνδαρος, που είχε σχέσεις με την φιλομηδική αριστοκρατία της πόλης του βρέθηκε εκτεθειμένος. Σ' εκείνη τη δύσκολη συγκυρία, οι ιδιαίτερες σχέσεις του με τους αιγινήτες, που ήταν από την πλευρά των νικητών, του φάνηκαν πολύ χρήσιμες.

Η ειδική σχέση του Πινδάρου με την Αίγινα φαίνεται από τον αριθμό των ωδών του που είναι αφιερωμένες σε αιγινήτες. Πράγματι, στον πίνακα των πόλεων που τιμώνται από τις πινδαρικές ωδές, η Αίγινα καταλαμβάνει την πρώτη θέση με έντεκα αφιερωμένες σ' αυτήν ωδές, ενώ στη δεύτερη θέση ακολουθούν, πολύ μακριά, με πέντε ωδές αφιερωμένες, η Θήβα, γενέτειρα του ποιητή, και ο σικελικός Ακράγας. Αν βέβαια αθροίσουμε όλες τις πόλεις της Σικελίας, ο συνολικός αριθμός των ωδών τους (14) ξεπερνάει λίγο τις αιγινητικές, αλλά μια τέτοια σύγκριση των δύο νησιών θα ήταν εξώφθαλμα άδικη.