5.31.2006

Εκδήλωση για την Κωνσταντινούπολη

Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτών

Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτών η εκδήλωση η αφιερωμένη στην Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως με κεντρικό ομιλητή τον Νίκο Παπουτσόπουλο, τον οποίο βοήθησε με ανάγνωση κειμένων σχετικών με το περιεχόμενο της ομιλίας η Γιώτα Νούλα. Την εκδήλωση προλόγισε ο έφορος δημοσίων σχέσεων-τύπου-πολιτιστικών και πνευματικών εκδηλώσεων του ΠΚΡ δημοσιογράφος-συγγραφέας Β.Α. Λαμπρόπουλος. Στην έναρξη η ρουμελιώτισσα ποιήτρια Ρεβέκκα Στυλ. Μαυρομιχάλη απάγγειλε ένα δικό της ποίημα, αφιερωμένο στην στη Θεοδώρα και το Βυζάντιο.

Στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης η χορωδία της Ελληνικής Βυζαντινής Μουσικής υπό τη διεύθυνση του Λυκούργου Αγγελόπουλου παρουσίασε πρόγραμμα με ύμνους και μοιρολόγια της Αλώσεως. Στο τέλος ο πρόεδρος του ΠΚΡ κ. Βασ. Κόκκινος, επ. πρόεδρος του Αρείου Πάγου επέδωσε στον μαέστρο Λυκούργο Αγγελόπουλο τιμητική πλακέτα του ΠΚΡ, σε ανάμνηση της εκδήλωσης.

Ο ομιλητής αναφέρθηκε στα γεγονότα και εμβάθυνε στα θεοσημεία της περιόδου αυτής, τόσο από την πλευρά των πολιορκούμενων όσο και από την πλευρά των πολιορκητών, επισημαίνοντας ότι:

«Η άλωση της Πόλης σηματοδοτεί το οριστικό τέλος μιας εποχής που αποτέλεσε τη γέφυρα μετάβασης από τον αρχαίο κόσμο στον Μεσαίωνα και από εκεί, από τη βυζαντινή περίοδο στους νεώτερους χρόνους.

»Είναι η τραγωδία του τέλους μιας αυτοκρατορίας, η οποία επί μία και πλέον χιλιετία κατηύθυνε και διαφύλαξε την ιστορία του πολιτισμού, και που υπήρξε ο θεματοφύλακας του αρχαίου κόσμου, διατηρώντας αναλογικά ισορροπίες, ώστε θεσμοί και παραδόσεις να μη θιγούν και ώστε ένα σεβαστό μέρος της αρχαίας σοφίας και του ελληνικού πνεύματος να ενσωματωθεί και στη νέα θρησκεία. Και στα έτη της οικονομική εξαθλίωσης και προ του τέλους ακόμη, παρατηρείται λαμπρή αναβίωση των αρχαίων ελληνικών σπουδών στην Ανατολή, συγχρόνως με τη θεολογική σκέψη και την μεγάλη άνθηση της ζωγραφικής».

Ο έφορος δημοσίων σχέσεων του ΠΚΡ Β.Α. Λαμπρόπουλος, εξ άλλου, προλογίζοντας είπε και τα ακόλουθα:

«Ο Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν στο βιβλίο του «η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως», εξηγεί τα δύο βασικότερα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως.

Το πρώτο αίτιο, κατά τον Ράνσιμαν, ήταν όσα έγιναν κατά την Δ' Σταυροφορία το 1204, η οποία κατέλυσε την ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που λειτουργούσε ως υπερεθνικό Κράτος. Μετά την κατάλυση της Κωνσταντινουπόλεως, από τούς δυτικούς σταυροφόρους, έφυγε η πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία, η πόλη λεηλατήθηκε και δεν μπόρεσε από τότε να αποκτήσει την παλαιά της αίγλη. Τα τμήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χωρίστηκαν σε φέουδα και δόθηκαν σε διαφόρους Φράγκους Ηγεμόνες. Παράλληλα δημιουργήθηκαν τρία μεγάλα Κέντρα, η Αυτοκρατορία της Νικαίας, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Αλλά και μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα από μισό αιώνα, η Αυτοκρατορία δεν ήταν όπως παλιά, «δεν ήταν πια η κυριαρχούσα δύναμη στην χριστιανική ανατολή». Αυτή η αποδυνάμωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά την Δ' Σταυροφορία επέτρεψε στους Σελτζούκους να επεκτείνουν τα εδάφη τους. Μετά την επανάκτησή της, το 1261, η Αυτοκρατορία είχε προβλήματα, αντιμετώπιζε μεγάλες απειλές τόσο από τα Βαλκανικά Κράτη, τούς Σέρβους, όσο και από τούς δυτικούς.

Ο Άγγλος ιστορικός υποστηρίζει ότι η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τούς Βενετούς και τούς Φράγκους το 1204 και η εγκατάσταση στην Βασιλεύουσα ενός Φράγκου Αυτοκράτορα ήταν το κορυφαίο γεγονός της κατάρρευσης του βυζαντινού κόσμου. Το 1204 «ήταν η πρώτη φορά που η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια εχθρών από την εποχή των εγκαινίων της το 330 μ.Χ.».

Και παρατηρεί ο Ράνσιμαν: «ο συγκλονισμός του 1204 ήταν επομένως μεγαλύτερος από εκείνον του 1453, όταν η Πόλη έπεσε για δεύτερη φορά. Τη φορά αυτή η καταστροφή είχε ένα προηγούμενο και δεν ήλθε ως έκπληξη. Το 1453 η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ήδη περικυκλωμένη και πολιορκημένη επί ένα αιώνα, στη διάρκεια του οποίου ο βρόγχος σφιγγόταν όλο και πιο δυνατά».

Το δεύτερο αίτιο της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, που συνδέεται με το προηγούμενο, ήταν το μίσος των Φράγκων έναντι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το μίσος αυτό εκδηλώθηκε ακόμη από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία θέσπισε την προσκύνηση των ιερών εικόνων και συνεχίσθηκε αργότερα.

Η πολιτική των Φράγκων συνδέθηκε με μία θεολογία που ήταν αντίθετη με τη θεολογία της Ορθοδόξου Ανατολής. Οι Ανατολικοί, υπό την πίεση των επεκτάσεων των Οθωμανών, θέλησαν να επιτύχουν την ένωση με την δυτική Εκκλησία, στη Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας το 1438-1439. Παρά την ένωση, όμως, οι δυτικοί δεν βοήθησαν και δεν μπορούσαν να βοηθήσουν την Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται, όμως, όχι μόνον δεν μπορούσαν να συνδράμουν, αλλά και δεν ήθελαν. Ο Στήβεν Ράνσιμαν παραθέτει πολλά παραδείγματα από τούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες της Δύσεως, στα οποία φαίνεται καθαρά ότι δεν είχαν την δυνατότητα και τη βούληση να βοηθήσουν οικονομικά και στρατιωτικά. Παρά την ένωση και την άρνησή τους να βοηθήσουν, εν τούτοις μερικοί Ενετοί και Γενουάτες ήρθαν αυθόρμητα από την Ιταλία, για να πολεμήσουν εναντίον των Οθωμανών. Η οθωμανική ιστοριογραφία πάλι, περιοριζόταν να αναφέρει τις κατακτήσεις των Οθωμανών ως μια σειρά νικών στο ιδεολογικό πλαίσιο του ιερού πολέμου (τζιχάντ).
Η μνήμη μας αδυνατίζει με το πέρασμα των χρόνων, αλλά υπάρχουν εστίες, όπως το Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτών, που υπηρετούν την ελληνική ιστορία και την παράδοση του λαού μας. Έτσι διασώζονται τα ιστορικά στοιχεία, που αφηγείται η παραμερισμένη ιστορία μας.

Πιστεύομε ότι αυτά είναι ακόμη χρήσιμα και στη σημερινή χρησιμοθηρική εποχή μας, γιατί φρονηματίζουν, παραδειγματίζουν και μας δίνουν μαθήματα, για να γνωρίζουμε πώς τα λάθη πρέπει να αποφεύγονται».

Πηγές: Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ Κομοτηνής, Διαδίκτυο σχετικά λήμματα και εγκυκλοπαιδεία παιδεία.