6.20.2006

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΑΣ (ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ) 1869-1943

Ο αριστοκράτης της ποίησης

Γράφει ο Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

Βέρος μεσολογγίτης, που αγαπούσε με πάθος τον ιερό αυτόν τόπο. Οι πρόγονοι του Μαλακάση (Μαλακάσας ήταν το όνομά του, το οποίο άλλαξε όταν έφτασε στην Αθήνα) κατεβήκανε από την Πίνδο στο Μεσολόγγι, πολλά χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821. Ασχοληθήκανε όλοι με τον εθνικό ξεσηκωμό και ο παππούς του, ο Χαράλαμπος, υπήρξε άνθρωπος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, τον οποίο πίστευε και εκτιμούσε. Ήτανε πολιτάρχης και πυροβολητής στη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και μετά τον αγώνα αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των κτημάτων του, στο Γαλατά Μεσολογγίου.

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης ήτανε μοναχογιός ανάμεσα σε τρεις αδερφές. Η οικογένεια είχε αδυναμία στο αγόρι, που το παραχαϊδεύανε. Από πολύ νωρίς άρχισε να γράφει ποιήματα, αλλά είχε επιδόσεις και στο ευθυμογράφημα και στο ρομαντικό πεζοτράγουδο. Ως μαθητής του γυμνασίου δεν ήτανε και πολύ καλός, έχασε μάλιστα και χρονιές. Για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στάλθηκε στην Αθήνα, που ήρθε το 1885, για να καταφέρει να πάρει το πολυπόθητο απολυτήριο. Στην Αθήνα βρήκε την ευκαιρία να γνωριστεί με φιλολογικούς κύκλους και να συνεργαστεί με την εφημερίδα «Ακρόπολις», που είχε έντονη φιλολογική ύλη και τα περιοδικά «Διόνυσος», «Παναθήναια» και το «Περιοδικό μας». Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών (1888-1896) την οποία δεν τέλειωσε. Στα φοιτητικά του χρόνια ο Μιλτιάδης Μαλακάσης μετέχει σε όλες τις μποέμικες νεανικές εκδηλώσεις και τρέλες.

Το πρώτο ποίημα, διηγείται ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του στην Ειρήνη Αθηναία το 1930, το έγραψε μικρό παιδί, ως δεκατεσσάρων χρόνων:

«Επέρασα μιά μέρα το ποτάμι αυτό καβάλλα, ανάμεσα σε περάτες, οι οποίοι με βοηθούσαν. Το πανόραμα ενός εξαγριωμένου ποταμού, που με τους αφρούς του εσχημάτιζε θεία λουλούδια μίλησε τόσο αποκαλυπτικά μέσα μου, που όταν βρέθηκα ύστερα στο σπίτι μου, έγραφα χωρίς να ξέρω και ΄γώ πώς, ένα ελεγείο σε μια παιδίσκη. Θυμάμαι και μερικούς στίχους από αυτό το ποίημα, που άρχιζε έτσι:

«Μ΄ αρέσει ν΄ ανοίγω – το γράμμα σου εκείνο – τα δάκρυα να χύνω – σε κάθε γραμμή – και κει καρφωμένος – με μάτια σκυμμένα – να βλέπω εσένα – ακόμη θερμή.

»…Έγραψα, συνεχίζει ο Μ. Μαλακάσης, και στην καθαρεύουσα ποιήματα. Ένα ελεγείο που το απήγγειλα μάλιστα στο νεκρό του απόγονου του μεγάλου Καψάλη». Ο Παλαμάς, στον οποίον, αργότερα, πειράζοντάς τον, του υπενθύμισα τους στίχους του στην καθαρεύουσα, μου έλεγε, ανταποδίδοντάς μου το πείραγμα:

- Πρόσεχε, γιατί το ποίημά σου στον Καψάλη το έχω εδώ!».


Το 1897 γνωρίζεται με το διάσημο Ελληνογάλλο ποιητή Ζαν Μωρεάς, που είχε έρθει στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στις πολεμικές εκστρατείες. Οι δύο άντρες συνδέονται στενά και ο Μαλακάσης αναγνωρίζει ως δάσκαλό του τον Μωρεάς. Το 1908 ο Μ.Μ. νυμφεύεται την Ελίζα Δεληγιώργη, τρίτη κόρη του μεσολογγίτη πολιτικού Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, τέσσερις φορές Πρωθυπουργού, που τον καθιστά ξάδερφο εξ αγχιστείας με τον Ζαν Μωρεάς. Ο σύνδεσμός του με τον Μωρεάς τον φέρνει στο Παρίσι, όπου ζει από το 1909 ως το 1915. Από το Παρίσι ταξιδεύει στη Γερμανία και στην Κωνσταντινούπολη. Στο Παρίσι μπαίνει στα φιλολογικά σαλόνια και τα καφενεία, που ανθούν εκείνη των περίοδο

Το 1924 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Από το 1917 ως το 1935 και από το 1936 ως το 1937 διηύθυνε τη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Διετέλεσε και πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ο Μαλακάσης συγκαταλέγεται στους πρώτους επιγόνους του Παλαμά, και ιδιαίτερα σε κείνους που καλλιέργησαν ένα είδος ποίησης όπου κυριαρχεί ο λυρισμός και η μουσικότητα. Η πρώτη του συλλογή, Συντρίμματα, εκδίδεται στα 1898. ΄Eχουν προηγηθεί δημοσιεύσεις του σε περιοδικά της εποχής (Δουμάς, Εστία. κ.ά.). Με την επίδραση του Μωρεάς να βαραίνει επάνω του, ο Μαλακάσης δείχνει ένα ποιητικό πρόσωπο με ευαισθησία που μπορεί να μην διαθέτει ιδιαίτερο βάθος, κατέχει όμως σίγουρα τα μέσα για να εκφραστεί σε στίχους κομψούς, με σπάνια μουσικότητα. Θα ακολουθήσουν οι Ασφόδελοι (1918), Ο Μπαταριάς, ο Τάκης Πλούμας, Μπάυρον (1920), Αντίφωνα (1931), Ερωτικό (1939).

Σε όλη αυτή τη μακρά πορεία, οι προσανατολισμοί του ποιητή δεν αλλάζουν. H τεχνική του όμως, ήδη υψηλή στις πρώτες συλλογές, θα βελτιωθεί ακόμη περισσότερο, οι στίχοι θα σμιλεύονται ολοένα και πιο λεπταίσθητα, ενώ οι καλύτερες στιγμές του βρίσκονται στα ποιήματα που αναφέρονται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μεσολόγγι.
Παράλληλα όμως δεν αφήνει ανεκμετάλλευτα τα διδάγματα του Παλαμά και τα ερεθίσματα του Αθηναϊκού
περιβάλλοντος. Με αυτήν την έννοια, ο Μαλακάσης καθίσταται ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους τελευταίους ρομαντικούς, που δίχως να αντιστέκεται ή να αντιμάχεται στην συντελούμενη ποιητική ανανέωση της περιόδου, αποτελεί μια δεύτερη "χαμηλή φωνή".


Ο Μιλ. Μαλακάσης πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1943 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου λίγες ημέρες νωρίτερα είχε φύγει ο συμπατριώτης του λογοτέχνης Αντώνης Τραυλαντώνης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουνε τα ποιήματα που δημοσιευθήκανε με το γενικό τίτλο «Μεσολογγίτικα». Τα ποιήματα αυτά κινήσανε το ενδιαφέρον τού λογοτεχνικού κόσμου και σώζονται γράμματα προς τον Μιλτιάδη Μαλακάση, που τον συγχαίρουνε και τον επαινούν. Μεταξύ αυτών ο Κ.Π. Καβάφης και ο Νίκος Καζαντζάκης.

Ο Κ.Π. Καβάφης τού γράφει:
«Αγαπητέ μαιτρ,
(…) Φιλία κ΄ εκτίμησις από σας πολύ με συγκινούν.
Είμαι θαυμαστής του έργου σας. Από τες αρχές του σταδίου σας με άρεσεν η ποίησίς σας. Τώρα που σας γράφω –που πρώτη φορά επικοινωνώ κατευθείαν μαζύ σας- ζωντανεύουν μέρες παληές. Το καλοκαίρι του 1903 –όταν ήμουν στας Αθήνας-. Τότε είχαν βγει η «Ώρες»: και διάβαζα τους λεπτούς, τους έμορφους στίχους των. Μ΄ έρχονται στο νου κάτι χαριτωμένες περικοπές ενός άρθρου που είχε γράψει τότε για σας ο Νιρβάνας, και μια πολύ συμπαθητική φωτογραφία σας που ετύπωσαν τα «Παναθήναια».
Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, γράψατε άλλα ωραία ποιήματα, γράψατε το θαυμάσιο «Μπαταριά», τον θαυμάσιο «Τάκη Πλούμα», τον θαυμάσιο «Μπάϋρον» κι αύξησεν η αγάπη μου προς την ποίησί σας.
Το έργο σας επιβάλλεται μονάχο του. Δεν έχει καμιάν ανάγκη από μένα. Αλλά απλώς για ευχαρίστησι δική μου, από χρόνια είναι που μιλώ συχνά, πολύ συχνά, - προ πάντων στους νεώτερους – για την υπέροχη συμβολή σας στην νεοελληνική Τέχνη.
Αγαπητέ μαιτρ, σας ευχαριστώ για το γράμμα σας.
Ο φίλος σας,
Κ.Π. Καβάφης».


Ο Νίκος Καζαντζάκης όταν βρισκότανε στο Παρίσι, στέλνει επιστολή στον Μιλτιάδη Μαλακάση, γιομάτο νοσταλγία. Του γράφει:
«Στο Παρίσι ξαφνικά θυμήθηκα το Μπαταριά σας, τον Τάκη Πλούμα, λαχτάρισα πάλι την Ελλάδα, σιχάθηκα τη Φραγκιά. Σας ευχαριστώ, σας ευγνωμονώ γιατί γράψατε τα τραγούδια αυτά».

Ο Μιχ. Περάνθης σημειώνει για το έργο του Μιλ. Μαλακάση:
«Η γνησιότητα του λυρισμού του διατηρεί ως σήμερα την ευμενή της απήχηση, που κάνει τον Μαλακάση αγαπημένο των φίλων της ποίησης. Γιατί τα λυρικά του νοήματα δίνονταν σε μια λαγαρή αποκρυστάλλωση, συνδυασμένη μ΄ έναν τόνο τραγουδιστικό. Ο οίστρος του είναι ειλικρινής και αβίαστος, η συναισθηματική του προσπάθεια ευγενική και η μελαγχολική του διάθεση εναλλάσσεται με τον ξέχειλο αυθορμητισμό ενός φιλόγελου, που συλλαμβάνει νότες ζωγραφικής ευθυμίας και ρωμέικων καημών».

Παίζει απόψε το φεγγάρι
Παίζει απόψε το φεγγάρι
Μέσα στην κληματαριά,
Πούναι να το πιείς, αλήθεια,
Στο ποτήρι,
Κι όχι τόσο γιατί παίζει
Στην κληματαριά,
Όσο γιατί φέγγει δίπλα
Σ΄ ένα παραθύρι…


(Ώρες)
Άνοιξη
Τώρα τα λουλούδια που είναι
Δροσισμένα, μυρωμένα,
Όπως άλλοτε μ΄ εμένα,

Τρέξε μόνη στους αγρούς.

Ίδια σαν και τότε γίνε,
Έναν κόσμο ανθάκια κόψε,
Και μ΄ αυτά ράνε μ΄ απόψε,
Όπως ραίνουν τους νεκρούς…


(Ασφόδελοι)
Μεσολόγγι
Εσένα θύμησή μου, εσέν΄ άνθος θανάτου,
Αθανασίας ρόδο, εσέ κρατώ,
Μοσκοβολιά και χάιδεμα του αναβλεμμάτου
Κι αγκάθι αιματοστάλαχτο φριχτό.
Όταν, ω παιδική καρδιά! Η αρμύρα
Της λιμνοθάλασσας ανήλεη, λατρευτή,
Με χρώματα σε μέθαε και με μύρα,
Τότε γιατί να μην πεθάνεις; Ω γιατί;
Στις ροδοδάφνες, μεσ΄ στην αίγλη του εικοσιένα,
Εσύ λουλούδι υστερογέννητον, ω πώς
Πέφτουν τα φύλλα σου ένα-ένα σκεβρωμένα,
Και μέσ΄ στα βάλτα ο σκορπισμένος σου καρπός;
Σε τόσες μέσα ανατολές, δύσες, σκοτάδια,
Μέσα σε τόσες μουσικές, ποίησες, ωδές,
Νερών και δένδρων τα βουητά, σείσματα, χάδια,
Χαμένος ψίθυρος της λύρας μου οι χορδές…
΄Ω Μεσολόγγι, ιερέ βωμέ, αιματοβαμμένε,
μεγάλου βάρδου η δόξα και η θανή,
του Χρήστου του Καψάλη εσύ, πυρσέ ανάμενε,
και της εξόδου η νύχτα, ω ουρανοί!

Τώρα, κι αν μου ξεδένετε φρένα και γλώσσα,
Θ΄ αγροικηθεί της ταπεινότης μου ο ψαλμός,
Μέσα στους ύμνους και στα τρόπαια τα τόσα,
Που σου έχει στήσει όλου του κόσμου ο θαυμασμός;….
(Εφημ. «Καθημερινή», 25 Απριλίου 1937)


(Πρώτοι στίχοι)
Μ΄ αρέσει ν΄ ανοίξω το ράμμα σου εκείνο
Και δάκρυα να χύνω
Σε κάθε γραμμή.
Κι εκεί καρφωμένος, με μάτια σκυμμένα,
Να βλέπω, αχ, εσένα,
Ακόμα θερμή.
Ακόμα θυμούμαι εκείνα τα χρόνια
Που λέγαμε αιώνια
Να ζούμε μαζί.
Θυμούμαι τις μέρες που τρέχαμε μόνοι
Εκεί που τ΄ αηδόνια
Το πλάνο λαλεί.
Την πρώτη θυμούμαι που μούπες ημέρα:
Πονώ εδώ πέρα,
Στα στήθη πονώ.
Και σούκοψε ο βήχας το λόγο στο στόμα.

..............................................................
Aπόσπασμα από το βιβλίο «ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ», του δημοσιογράφου-συγγραφέα Β.Α. Λαμπρόπουλου.

1 Comments:

At 4:12 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος said...

Ευχαριστώ για τις πληροφορίες .

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home