6.28.2006

Νικόλαος Στουρνάρης (…-1826)

Οπλαρχηγός από την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Το αρματολίκι του ήταν στην περιοχή του Ασπροποτάμου και σε όλη τη διάρκεια της περιόδου του Αλή πασά ήταν ονομαστό κέντρο ενόπλων σωμάτων. Ο Στουρνάρης έδρασε κατά την Επανάσταση κυρίως στη Δυτική Στερεά. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και συμμετείχε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών της Στερεάς που έγινε στις αρχές του 1821 στη Λευκάδα. Μετείχε ενεργά στην επανάσταση στον Ασπροπόταμο και πολέμησε επίσης στη Στερεά και την Πελοπόννησο, διακριθείς ιδιαίτερα στο Βουλγαρέλι το 1824. Το αρματολίκι του στον Ασπροπόταμο υπήρξε θρυλικό. Μετά την καταστολή της Επανάστασης στον Όλυμπο το 1822, ο Στουρνάρης συγκέντρωσε γύρω του όσους επαναστάτες και φιλέλληνες διέφυγαν. Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη την άνοιξη του 1823, στην αντίσταση εναντίον των Τούρκων που επεδίωκαν το «προσκύνημα» των αρματολών στη Στερεά και τη Θεσσαλία. Συμμετείχε στις μάχες εναντίον της στρατιάς του Ομέρ Βρυώνη στη Δυτική Στερεά το 1823 και το 1824.
Υπήρξε ονομαστός για τον πατριωτισμό και την ανδρεία του. Σκοτώθηκε ηρωικά κατά την έξοδο του Μεσολογγίου.

Πηγή: ιστοσελίδα νομαρχίας Φωκίδας

Ησαΐας, επίσκοπος Σαλώνων (1769-1821)

Κληρικός, αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στη Δεσφίνα της Φωκίδας, τριτότοκος γιος πενταμελούς οικογένειας. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στα Σάλωνα από τον καλόγερο Γεράσιμο Λύτσικα.

Το 1797 έγινε μοναχός στη Μονή Προδρόμου Δεσφίνας και χειροτονήθηκε διάκος στη Μονή Οσίου Λουκά. Μαθήτευσε στα Γιάννενα, κοντά στον Κοσμά Μπαλάνο και τον Αθανάσιο Ψαλίδα. Στη συνέχεια σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωρίστηκε με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’. Επέστρεψε στη Δεσφίνα ως ιερέας και το 1818 χειροτονήθηκε δεσπότης και έγινε επίσκοπος Σαλώνων. Δύο χρόνια μετά έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας, αναπτύσσοντας φιλανθρωπική δράση, συγκεντρώνοντας χρήματα και όπλα τα οποία αποθήκευε στα Σάλωνα.

Στις αρχές του 1821 συναντήθηκε με τον πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη και στις 11 Μαρτίου αποβιβάστηκε στην Αντίκυρα. Εκεί συναντήθηκε με τον Αθανάσιο Διάκο, όρκισε τους επαναστάτες και κήρυξε την επανάσταση στη Βοιωτία. Στη συνέχεια κατέθεσε τα άμφιά του, συνεργάστηκε με τον Πανουργιά και τους προεστούς Γιαγτζή, Κοντορρήγα και Κεχαγιά, υψώνοντας τη σημαία της Επανάστασης στα Σάλωνα.

Μετά την πτώση του Κάστρου στα χέρια των Ελλήνων ο Ησαΐας σπεύδει να συναντήσει τον Διάκο και τον Δυοβουνιώτη στο Ζητούνι, αλλά στη σύγκρουση με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη στη Χαλκωμάτα, τραυματίζεται θανάσιμα. Υπήρξε πρωτοπόρος κληρικός του Αγώνα, ο πρώτος δεσπότης που έπεσε στη μάχη για την εθνική ανεξαρτησία.

Πηγή:ιστοσελίδα νομαρχίας Φωκίδας

Γιάννης Δυοβουνιώτης (1769-1831)

Οπλαρχηγός της Στερεάς, γεννημένος στο χωριό Δύο Βουνά της Φθιώτιδας, γιος της Τριανταφυλλιάς και του Κώστα Ξύκη. Σε ηλικία 13 ετών είδε τον πατέρα του κρεμασμένο από τους Τούρκους, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία του. Έφηβος ακόμη πήγε στο αρματολίκι του Αντρίκου Βερούση και έγινε πρωτοπαλίκαρο. Πολέμησε στα 1770 τους Τουρκαλβανούς κατά την επανάσταση των Ορλόφ. Έγινε γρήγορα ονομαστός για τη δράση και τις ικανότητές του, πραγματικό φόβητρο για τους Τούρκους, οι οποίοι του ανέθεσαν το αρματολίκι της Μπουστουνίτσας. Αργότερα ο Αλή πασάς αναγκάστηκε να του δώσει το αρματολίκι του Ζητουνίου και των Σαλώνων. Παντρεύτηκε την κόρη της ισχυρής οικογένειας των Γιολδάσηδων, αποκτώντας ένα γιο, τον Γεώργιο. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και με την έναρξη της Επανάστασης ύψωσε τη σημαία στη Μενδενίτσα, όπου με τη βοήθεια του Κομνά Τράκα κυρίεψε το Κάστρο της. Αγωνίστηκε ασταμάτητα, παίρνοντας μέρος σε όλες τις μάχες, μέσα και έξω από τα όρια της Ρούμελης, χωρίς ποτέ να αναμιχθεί στις πολιτικές ίντριγκες. Σημαντικότερη στιγμή του υπήρξε το ευφυές σχέδιό του για την αναχαίτιση της στρατιάς του Μπεϊράν πασά στη θέση Βασιλικά, στις 25 Αυγούστου 1821. Ο Δυοβουνιώτης, με τους άλλους οπλαρχηγούς της Στερεάς περίμενε τη στρατιά στα στενά των Βασιλικών και κυριολεκτικά την αποδεκάτισε. Η νίκη στα Βασιλικά ανέτρεψε τα σχέδια των Τούρκων για ενίσχυση της πολιορκημένης Τριπολιτσάς και την κατάπνιξη της Επανάστασης. Του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του στρατηγού.

Πηγή: ιστοσελίδα νομαρχίας Φωκίδας

6.22.2006

Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία

Η υπό τη διεύθυνση του Λυκούργου Αγγελόπουλου εκτελώντας πρόγραμμα στο Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτών, στη διάρκεια εκδηλώσεως για την επέτειο της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως.

Περιήγηση στην Κίνα

Πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτών εκδήλωση αφιερωμένη σ΄ ένα ταξίδι στην Κίνα, με προβολή φωτεινών διαφανειών από το Πεκίνο, την Σαγκάη και άλλες πόλεις της μακρινής αυτής χώρας. Την εκδήλωση προλόγισε ο πρόεδρος του ΠΚΡ κ. Βασ. Κόκκινος, επ. πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Το ταξίδι στην Κίνα περιέγραψε η φιλόλογος κα Αφροδίτη Μιχαήλ, η οποία εξήγησε και τις φωτογραφίες που πρόβαλε γύρω από την περιήγηση αυτή. Επίσης υπήρχε μικρή έκθεση φωτογραφιών και κινεζικών αντικειμένων στο φουαγιέ του ΠΚΡ και στην αίθουσα διαλέξεων.

6.20.2006

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΑΣ (ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ) 1869-1943

Ο αριστοκράτης της ποίησης

Γράφει ο Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

Βέρος μεσολογγίτης, που αγαπούσε με πάθος τον ιερό αυτόν τόπο. Οι πρόγονοι του Μαλακάση (Μαλακάσας ήταν το όνομά του, το οποίο άλλαξε όταν έφτασε στην Αθήνα) κατεβήκανε από την Πίνδο στο Μεσολόγγι, πολλά χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821. Ασχοληθήκανε όλοι με τον εθνικό ξεσηκωμό και ο παππούς του, ο Χαράλαμπος, υπήρξε άνθρωπος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, τον οποίο πίστευε και εκτιμούσε. Ήτανε πολιτάρχης και πυροβολητής στη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και μετά τον αγώνα αφοσιώθηκε στην καλλιέργεια των κτημάτων του, στο Γαλατά Μεσολογγίου.

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης ήτανε μοναχογιός ανάμεσα σε τρεις αδερφές. Η οικογένεια είχε αδυναμία στο αγόρι, που το παραχαϊδεύανε. Από πολύ νωρίς άρχισε να γράφει ποιήματα, αλλά είχε επιδόσεις και στο ευθυμογράφημα και στο ρομαντικό πεζοτράγουδο. Ως μαθητής του γυμνασίου δεν ήτανε και πολύ καλός, έχασε μάλιστα και χρονιές. Για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στάλθηκε στην Αθήνα, που ήρθε το 1885, για να καταφέρει να πάρει το πολυπόθητο απολυτήριο. Στην Αθήνα βρήκε την ευκαιρία να γνωριστεί με φιλολογικούς κύκλους και να συνεργαστεί με την εφημερίδα «Ακρόπολις», που είχε έντονη φιλολογική ύλη και τα περιοδικά «Διόνυσος», «Παναθήναια» και το «Περιοδικό μας». Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών (1888-1896) την οποία δεν τέλειωσε. Στα φοιτητικά του χρόνια ο Μιλτιάδης Μαλακάσης μετέχει σε όλες τις μποέμικες νεανικές εκδηλώσεις και τρέλες.

Το πρώτο ποίημα, διηγείται ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του στην Ειρήνη Αθηναία το 1930, το έγραψε μικρό παιδί, ως δεκατεσσάρων χρόνων:

«Επέρασα μιά μέρα το ποτάμι αυτό καβάλλα, ανάμεσα σε περάτες, οι οποίοι με βοηθούσαν. Το πανόραμα ενός εξαγριωμένου ποταμού, που με τους αφρούς του εσχημάτιζε θεία λουλούδια μίλησε τόσο αποκαλυπτικά μέσα μου, που όταν βρέθηκα ύστερα στο σπίτι μου, έγραφα χωρίς να ξέρω και ΄γώ πώς, ένα ελεγείο σε μια παιδίσκη. Θυμάμαι και μερικούς στίχους από αυτό το ποίημα, που άρχιζε έτσι:

«Μ΄ αρέσει ν΄ ανοίγω – το γράμμα σου εκείνο – τα δάκρυα να χύνω – σε κάθε γραμμή – και κει καρφωμένος – με μάτια σκυμμένα – να βλέπω εσένα – ακόμη θερμή.

»…Έγραψα, συνεχίζει ο Μ. Μαλακάσης, και στην καθαρεύουσα ποιήματα. Ένα ελεγείο που το απήγγειλα μάλιστα στο νεκρό του απόγονου του μεγάλου Καψάλη». Ο Παλαμάς, στον οποίον, αργότερα, πειράζοντάς τον, του υπενθύμισα τους στίχους του στην καθαρεύουσα, μου έλεγε, ανταποδίδοντάς μου το πείραγμα:

- Πρόσεχε, γιατί το ποίημά σου στον Καψάλη το έχω εδώ!».


Το 1897 γνωρίζεται με το διάσημο Ελληνογάλλο ποιητή Ζαν Μωρεάς, που είχε έρθει στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στις πολεμικές εκστρατείες. Οι δύο άντρες συνδέονται στενά και ο Μαλακάσης αναγνωρίζει ως δάσκαλό του τον Μωρεάς. Το 1908 ο Μ.Μ. νυμφεύεται την Ελίζα Δεληγιώργη, τρίτη κόρη του μεσολογγίτη πολιτικού Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, τέσσερις φορές Πρωθυπουργού, που τον καθιστά ξάδερφο εξ αγχιστείας με τον Ζαν Μωρεάς. Ο σύνδεσμός του με τον Μωρεάς τον φέρνει στο Παρίσι, όπου ζει από το 1909 ως το 1915. Από το Παρίσι ταξιδεύει στη Γερμανία και στην Κωνσταντινούπολη. Στο Παρίσι μπαίνει στα φιλολογικά σαλόνια και τα καφενεία, που ανθούν εκείνη των περίοδο

Το 1924 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Από το 1917 ως το 1935 και από το 1936 ως το 1937 διηύθυνε τη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Διετέλεσε και πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ο Μαλακάσης συγκαταλέγεται στους πρώτους επιγόνους του Παλαμά, και ιδιαίτερα σε κείνους που καλλιέργησαν ένα είδος ποίησης όπου κυριαρχεί ο λυρισμός και η μουσικότητα. Η πρώτη του συλλογή, Συντρίμματα, εκδίδεται στα 1898. ΄Eχουν προηγηθεί δημοσιεύσεις του σε περιοδικά της εποχής (Δουμάς, Εστία. κ.ά.). Με την επίδραση του Μωρεάς να βαραίνει επάνω του, ο Μαλακάσης δείχνει ένα ποιητικό πρόσωπο με ευαισθησία που μπορεί να μην διαθέτει ιδιαίτερο βάθος, κατέχει όμως σίγουρα τα μέσα για να εκφραστεί σε στίχους κομψούς, με σπάνια μουσικότητα. Θα ακολουθήσουν οι Ασφόδελοι (1918), Ο Μπαταριάς, ο Τάκης Πλούμας, Μπάυρον (1920), Αντίφωνα (1931), Ερωτικό (1939).

Σε όλη αυτή τη μακρά πορεία, οι προσανατολισμοί του ποιητή δεν αλλάζουν. H τεχνική του όμως, ήδη υψηλή στις πρώτες συλλογές, θα βελτιωθεί ακόμη περισσότερο, οι στίχοι θα σμιλεύονται ολοένα και πιο λεπταίσθητα, ενώ οι καλύτερες στιγμές του βρίσκονται στα ποιήματα που αναφέρονται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μεσολόγγι.
Παράλληλα όμως δεν αφήνει ανεκμετάλλευτα τα διδάγματα του Παλαμά και τα ερεθίσματα του Αθηναϊκού
περιβάλλοντος. Με αυτήν την έννοια, ο Μαλακάσης καθίσταται ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους τελευταίους ρομαντικούς, που δίχως να αντιστέκεται ή να αντιμάχεται στην συντελούμενη ποιητική ανανέωση της περιόδου, αποτελεί μια δεύτερη "χαμηλή φωνή".


Ο Μιλ. Μαλακάσης πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1943 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου λίγες ημέρες νωρίτερα είχε φύγει ο συμπατριώτης του λογοτέχνης Αντώνης Τραυλαντώνης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουνε τα ποιήματα που δημοσιευθήκανε με το γενικό τίτλο «Μεσολογγίτικα». Τα ποιήματα αυτά κινήσανε το ενδιαφέρον τού λογοτεχνικού κόσμου και σώζονται γράμματα προς τον Μιλτιάδη Μαλακάση, που τον συγχαίρουνε και τον επαινούν. Μεταξύ αυτών ο Κ.Π. Καβάφης και ο Νίκος Καζαντζάκης.

Ο Κ.Π. Καβάφης τού γράφει:
«Αγαπητέ μαιτρ,
(…) Φιλία κ΄ εκτίμησις από σας πολύ με συγκινούν.
Είμαι θαυμαστής του έργου σας. Από τες αρχές του σταδίου σας με άρεσεν η ποίησίς σας. Τώρα που σας γράφω –που πρώτη φορά επικοινωνώ κατευθείαν μαζύ σας- ζωντανεύουν μέρες παληές. Το καλοκαίρι του 1903 –όταν ήμουν στας Αθήνας-. Τότε είχαν βγει η «Ώρες»: και διάβαζα τους λεπτούς, τους έμορφους στίχους των. Μ΄ έρχονται στο νου κάτι χαριτωμένες περικοπές ενός άρθρου που είχε γράψει τότε για σας ο Νιρβάνας, και μια πολύ συμπαθητική φωτογραφία σας που ετύπωσαν τα «Παναθήναια».
Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, γράψατε άλλα ωραία ποιήματα, γράψατε το θαυμάσιο «Μπαταριά», τον θαυμάσιο «Τάκη Πλούμα», τον θαυμάσιο «Μπάϋρον» κι αύξησεν η αγάπη μου προς την ποίησί σας.
Το έργο σας επιβάλλεται μονάχο του. Δεν έχει καμιάν ανάγκη από μένα. Αλλά απλώς για ευχαρίστησι δική μου, από χρόνια είναι που μιλώ συχνά, πολύ συχνά, - προ πάντων στους νεώτερους – για την υπέροχη συμβολή σας στην νεοελληνική Τέχνη.
Αγαπητέ μαιτρ, σας ευχαριστώ για το γράμμα σας.
Ο φίλος σας,
Κ.Π. Καβάφης».


Ο Νίκος Καζαντζάκης όταν βρισκότανε στο Παρίσι, στέλνει επιστολή στον Μιλτιάδη Μαλακάση, γιομάτο νοσταλγία. Του γράφει:
«Στο Παρίσι ξαφνικά θυμήθηκα το Μπαταριά σας, τον Τάκη Πλούμα, λαχτάρισα πάλι την Ελλάδα, σιχάθηκα τη Φραγκιά. Σας ευχαριστώ, σας ευγνωμονώ γιατί γράψατε τα τραγούδια αυτά».

Ο Μιχ. Περάνθης σημειώνει για το έργο του Μιλ. Μαλακάση:
«Η γνησιότητα του λυρισμού του διατηρεί ως σήμερα την ευμενή της απήχηση, που κάνει τον Μαλακάση αγαπημένο των φίλων της ποίησης. Γιατί τα λυρικά του νοήματα δίνονταν σε μια λαγαρή αποκρυστάλλωση, συνδυασμένη μ΄ έναν τόνο τραγουδιστικό. Ο οίστρος του είναι ειλικρινής και αβίαστος, η συναισθηματική του προσπάθεια ευγενική και η μελαγχολική του διάθεση εναλλάσσεται με τον ξέχειλο αυθορμητισμό ενός φιλόγελου, που συλλαμβάνει νότες ζωγραφικής ευθυμίας και ρωμέικων καημών».

Παίζει απόψε το φεγγάρι
Παίζει απόψε το φεγγάρι
Μέσα στην κληματαριά,
Πούναι να το πιείς, αλήθεια,
Στο ποτήρι,
Κι όχι τόσο γιατί παίζει
Στην κληματαριά,
Όσο γιατί φέγγει δίπλα
Σ΄ ένα παραθύρι…


(Ώρες)
Άνοιξη
Τώρα τα λουλούδια που είναι
Δροσισμένα, μυρωμένα,
Όπως άλλοτε μ΄ εμένα,

Τρέξε μόνη στους αγρούς.

Ίδια σαν και τότε γίνε,
Έναν κόσμο ανθάκια κόψε,
Και μ΄ αυτά ράνε μ΄ απόψε,
Όπως ραίνουν τους νεκρούς…


(Ασφόδελοι)
Μεσολόγγι
Εσένα θύμησή μου, εσέν΄ άνθος θανάτου,
Αθανασίας ρόδο, εσέ κρατώ,
Μοσκοβολιά και χάιδεμα του αναβλεμμάτου
Κι αγκάθι αιματοστάλαχτο φριχτό.
Όταν, ω παιδική καρδιά! Η αρμύρα
Της λιμνοθάλασσας ανήλεη, λατρευτή,
Με χρώματα σε μέθαε και με μύρα,
Τότε γιατί να μην πεθάνεις; Ω γιατί;
Στις ροδοδάφνες, μεσ΄ στην αίγλη του εικοσιένα,
Εσύ λουλούδι υστερογέννητον, ω πώς
Πέφτουν τα φύλλα σου ένα-ένα σκεβρωμένα,
Και μέσ΄ στα βάλτα ο σκορπισμένος σου καρπός;
Σε τόσες μέσα ανατολές, δύσες, σκοτάδια,
Μέσα σε τόσες μουσικές, ποίησες, ωδές,
Νερών και δένδρων τα βουητά, σείσματα, χάδια,
Χαμένος ψίθυρος της λύρας μου οι χορδές…
΄Ω Μεσολόγγι, ιερέ βωμέ, αιματοβαμμένε,
μεγάλου βάρδου η δόξα και η θανή,
του Χρήστου του Καψάλη εσύ, πυρσέ ανάμενε,
και της εξόδου η νύχτα, ω ουρανοί!

Τώρα, κι αν μου ξεδένετε φρένα και γλώσσα,
Θ΄ αγροικηθεί της ταπεινότης μου ο ψαλμός,
Μέσα στους ύμνους και στα τρόπαια τα τόσα,
Που σου έχει στήσει όλου του κόσμου ο θαυμασμός;….
(Εφημ. «Καθημερινή», 25 Απριλίου 1937)


(Πρώτοι στίχοι)
Μ΄ αρέσει ν΄ ανοίξω το ράμμα σου εκείνο
Και δάκρυα να χύνω
Σε κάθε γραμμή.
Κι εκεί καρφωμένος, με μάτια σκυμμένα,
Να βλέπω, αχ, εσένα,
Ακόμα θερμή.
Ακόμα θυμούμαι εκείνα τα χρόνια
Που λέγαμε αιώνια
Να ζούμε μαζί.
Θυμούμαι τις μέρες που τρέχαμε μόνοι
Εκεί που τ΄ αηδόνια
Το πλάνο λαλεί.
Την πρώτη θυμούμαι που μούπες ημέρα:
Πονώ εδώ πέρα,
Στα στήθη πονώ.
Και σούκοψε ο βήχας το λόγο στο στόμα.

..............................................................
Aπόσπασμα από το βιβλίο «ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ», του δημοσιογράφου-συγγραφέα Β.Α. Λαμπρόπουλου.

Πίνδαρος

Πίνδαρος, ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας από τη Θήβα

Ο Πίνδαρος, ο μεγαλύτερος από τους λυρικούς ποιητές της Ελλάδος και η φωνή των Δελφών για περισσότερο από σαράντα χρόνια, γεννήθηκε στο Κυνός Κεφαλές, ένα χωριό κοντά στις Θήβες, γύρω στο 518 π.Χ.

Ήταν γιος του Δαϊφαντου, ο οποίος ανήκε στην αρχαία και αριστοκρατική οικογένεια των Αιγιδών. Έμαθε μουσική από τα μικρά του χρόνια από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν φημισμένος μουσικός αυλού και από τους έξοχους Αθηναίους μουσικούς Αγαθοκλή και Απολλόδωρο. Έζησε το περισσότερο μέρος της ζωής του στην Θήβα και στους Δελφούς, όπου το μαντείο του είχε αναθέσει να εκφωνεί ύμνους προς τους Θεούς.

Όταν πέθανε, κανένας δεν πίστευε ότι η σκιά του έφυγε από τους Δελφούς και οι ιερείς κάθε βράδυ πριν το δείπνο έβαζαν ένα κήρυκα να αναγγέλλει γύρω από το μαντείο τα λόγια

"ο Πίνδαρος έρχεται να δειπνήσει με τον Θεό" και έτσι προσκαλούσαν τον νεκρό να εισέλθει στον Ναό, όπου δύο τραπέζια με εδέσματα ήταν έτοιμα, το ένα για τον Απόλλωνα και το άλλο για τον Πίνδαρο (η επονομαζόμενη Θεοξενία).

Οι Θηβαίοι τον ονόμαζαν "ο αετός των Θηβών" και τον σύγκριναν με το πολύβουο ρέμα του ποταμού.

Ο Πίνδαρος, κατά την διάρκεια της ζωής του, είχε τιμηθεί από όλες τις Ελληνικές πόλεις για τα ποιήματα του και είχε προσκαλεστεί συχνά από βασιλείς και τύραννους στις αυλές τους, ιδιαίτερα από τον Αμύντα της Μακεδονίας, Αρκεσίλαο της Κυρήνης, Θήρωνα του Ακράγαντος και Ιέρωνα των Συρακουσών, όπου έζησε από το 476 μέχρι το 472 π.Χ.

Το 438 π.Χ., σε ηλικία ογδόντα ετών, πέθανε στο θέατρο του Άργους, την στιγμή που εκφωνούσε ένα από τα ποιήματα του.

Οι Αθηναίοι τον είχαν τιμήσει κάνοντας τον πρόξενο και μετά τον θάνατον του, του έστησαν μπρούτζινο άγαλμα. Οι Θηβαίοι του είχαν επιβάλλει πρόστιμο, επειδή εγκωμίασε εχθρική πόλη, την Αθήνα, αλλά αργότερα έκτισαν ναό κοντά στο σπίτι του, για να τον τιμήσουν.

Ο Πίνδαρος έγραψε ένα τεράστιο αριθμό ποιημάτων τα οποία είχαν ταξινομηθεί από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς σε δέκα επτά βιβλία. Η ποίηση του περιελάμβανε διθυράμβους, παιάνες, σχόλια, εγκώμια, προσόδια, παρθένια και επινίκια. Τα τελευταία είναι τα μόνα σωζόμενα έργα του, ενώ από τα υπόλοιπα έχουν απομείνει μόνο μερικά κομμάτια.

Τα Επινίκια ήταν ύμνοι που εξυμνούσαν τους νικητές των αγώνων και απαγγέλλονταν από τον χορό, συνήθως στο τόπο της νίκης ή κατά την διάρκεια τελετής προς τιμήν του νικητού, μετά την επιστροφή του στο σπίτι. Περιείχαν 14 Ολυμπιακές, 12 Πύθια, 11 Νεμέα και 8 Ίσθμια ωδές.

Τα ποιήματα του Πίνδαρου χαρακτηρίζονται από μεγαλειότητα σκέψεως, έκφραση, μέτρο και αρμονική σκέψη και περιέχουν έντονα θρησκευτικά συναισθήματα.

ΟΙ ΑΙΓΙΝΗΤΙΚΕΣ ΩΔΕΣ ΤΟΥ ΠΙΝΔΑΡΟΥ

Του Αιακού δοξαστό είναι τ' όνομα• δοξασμένη κι η

καραβοξάκουστη Αίγινα• με των Θεών καλοτύχη

δωριέας σαν ήρθε του Ύλλου και του Αιγιμίου λαός

την κατοίκησε• και κυβερνιούνται υπακούοντας τους κανόνες

μην πατώντας τη θεία τάξη και τα δίκια των ξένων κρατώντας.

Παραβγαίνουνε των δελφινιών στο πέλαγο και γνωστικά

των Μουσών τα χαρίσματα και των αγώνων τ' αθλήματα αυτοί κυβερνούνε.


Το απόσπασμα αυτό, από την εισαγωγή του χαμένου 9ου Ισθμιόνικου, συνοψίζει πολύ καλά τα όσα αισθανόταν ο Πίνδαρος για την Αίγινα, που πολλοί την είπαν δεύτερη πατρίδα του.

Το πρώτο σωζόμενο έργο του χρονολογείται στα 498 και το τελευταίο στα 446, επομένως το κεντρικό γεγονός της πενηντάχρονης σταδιοδρομίας του ήταν αναμφίβολα οι Περσικοί πόλεμοι. Ο Πίνδαρος, αν πιστέψουμε μια πληροφορία που δίνει ο ίδιος σε μια ωδή του, κρατούσε από το παλιό γένος των Αιγεϊδών, ένας κλάδος του οποίου εγκαταστάθηκε στη Σπάρτη και από εκεί αποίκισαν τη Θήρα και μετά την Κυρήνη.

Ο Πίνδαρος καλλιέργησε πολλά είδη της λυρικής ποίησης• οι αρχαίοι τα χώριζαν σε 17 βιβλία ανάλογα με το είδος. Αν και σώζονται πολλά αποσπάσματα από τα άλλα βιβλία (κυρίως παιάνες) το μόνο τμήμα του έργου του που σώθηκε σχεδόν ακέραιο είναι οι επινίκιες ωδές, τέσσερα βιβλία που περιλαμβάνουν συνολικά 45 ωδές.

Το είδος της επινίκιας ωδής γνώρισε εντυπωσιακή αλλά βραχύχρονη ακμή στην αρχαία Ελλάδα και ουσιαστικά ταυτίζεται με τρεις ποιητές: τον Σιμωνίδη, που πρώτος άρχισε να συνθέτει περίτεχνες ωδές προς τιμή νικητών σε αθλητικούς αγώνες, τον ανεψιό του τον Βακχυλίδη και τον Πίνδαρο. Οι τρεις τους κινήθηκαν στους ίδιους κύκλους και ύμνησαν τους ίδιους ανθρώπους. Το 440 το είδος της επινίκιας ωδής ήταν ήδη σχεδόν νεκρό.

Σε ολόκληρη την Ελλάδα γινόντουσαν τοπικοί αγώνες, αλλά το αποκορύφωμα ήταν οι τέσσερις πανελλήνιοι αγώνες, στην Ολυμπία, στους Δελφούς, τη Νεμέα και τον Ισθμό. Λέγονταν και στεφανίτες αγώνες επειδή οι νικητές έπαιρναν σαν έπαθλο στεφάνια από αγριελιά, δάφνη, πεύκο και σέλινο, αντίστοιχα. Οι Ολυμπιακοί αγώνες και τα Πύθια (στους Δελφούς) θεωρούνταν σπουδαιότεροι, και γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια, ενώ τα Νέμεα και τα Ίσθμια κάθε δύο. Έτσι, ας πούμε το 476 έγιναν Ίσθμια τον Απρίλιο και Ολύμπια τον Αύγουστο, το 475 τα Νέμεα, το 474 τα Ίσθμια και τα Πύθια, το 473 τα Νέμεα και ούτω καθεξής το 472 και στη συνέχεια. Κάθε χρόνο δηλαδή γίνονταν ένας ή δύο αγώνες. Βέβαια, σε όλη την Ελλάδα γίνονταν και πολλοί άλλοι τοπικού χαρακτήρα αθλητικοί αγώνες όπου συμμετείχαν και νικούσαν και αιγινήτες. Στην ίδια την Αίγινα γίνονταν τα Ηραία, και άλλοι αγώνες στα Μέγαρα, στην Επίδαυρο κτλ. Όμως οι νίκες αυτές θεωρούνταν ελάσσονες και μόνο παρεμπιπτόντως αναφέρονται στις ωδές.

Φαίνεται πιθανό ότι οι επινίκιες ωδές τραγουδιόνταν από τον κώμο, μια ομάδα τραγουδιστών και χορευτών, με τη συνοδεία αυλού και λύρας. Η εκτέλεση της ωδής γινόταν συνήθως στον τόπο του νικητή, αν και ορισμένες φορές μπορεί και να έγινε στον τόπο των αγώνων.

Σε γενικές γραμμές, η επινίκια ωδή έχει σκοπό να επαινέσει και να απαθανατίσει τους νικητές και να επικαλεστεί κοινές κοινωνικές αξίες. Κάθε ωδή είναι ένα μίγμα από έπαινο, μυθολογικά στοιχεία και γνωμικά. Δεν υπάρχει ένα κοινό καλούπι, αλλά διακρίνονται κάποια επαναλαμβανόμενα στοιχεία. Η πινδαρική ωδή συχνά ξεκινάει με σύντομο ύμνο προς κάποιον θεό και στη συνέχεια αναφέρει τον νικητή, τον τόπο του και το αγώνισμα όπου νίκησε. Αφού επαινέσει τον νικητή, τους προγόνους του και την πόλη του, περνάει σε μυθολογικά θέματα (που ενδεχομένως έχουν σχέση με τον τόπο καταγωγής του τιμώμενου) και τελειώνει επιστρέφοντας στον νικητή, στον οποίο εύχεται ευτυχία και μακροημέρευση. Στο μυθολογικό τμήμα της ωδής, ο Πίνδαρος συνήθως διαλέγει ένα επεισόδιο από μια μεγαλύτερη ιστορία και το αναλύει σε εντυπωσιακή λεπτομέρεια. Η ωδή περιέχει επίσης προσευχές, γνωμικούς στίχους και αναφορές του ποιητή στον εαυτό του και στην τέχνη του• αυτά συνήθως χρησιμεύουν ως γέφυρες που τον βοηθούν να περάσει από το ένα θέμα στο άλλο.

Εντυπωσιακό πάντως είναι ότι στο σύνολο της ωδής μπορεί να είναι ελάχιστοι οι στίχοι που αναφέρονται ειδικά στον νικητή στον οποίο είναι αφιερωμένη. Άλλωστε, το αρχαιοελληνικό ήθος δεν θα ανεχόταν επισώρευση επαίνων σε έναν άνθρωπο, έστω και ολυμπιονίκη. Βέβαια, υπάρχει και το ανέκδοτο για τον Σκόπα, ο οποίος πλήρωσε μόνο τη μισή συμφωνημένη αμοιβή στον Βακχυλίδη για μια επινίκια ωδή, λέγοντας ότι η άλλη μισή μιλούσε μόνο για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη!
Οι επινίκιες ωδές πληρώνονταν αδρά, οπότε μόνο κάποιος πλούσιος μπορούσε να έχει την πολυτέλεια να αναθέσει τη σύνθεση επινικίου στο όνομά του.

Ήδη από την αρχαιότητα οι επινίκιες ωδές του Πινδάρου διαιρέθηκαν σε τέσσερα βιβλία, ένα για κάθε πανελλήνιο αγώνα, ενώ μέσα σε κάθε βιβλίο η σειρά καθορίζεται από το αγώνισμα στο οποίο νίκησε ο τιμώμενος: προηγούνται τα ιππικά αγωνίσματα, που είχαν και το μεγαλύτερο γόητρο, ακολουθούν τα παλαιστικά και τελευταία έρχονται τα αγωνίσματα δρόμου. (Άλογα για τις αρματοδρομίες μπορούσαν να συντηρούν μόνο οι πλούσιοι -άλλωστε αν και δεν οδηγούσαν οι ίδιοι το άρμα, εκείνοι θεωρούνταν νικητές και γι' αυτούς γράφονταν οι ωδές). Έτσι, η παραδοσιακή σειρά των επινίκιων ωδών δεν έχει καμιά σχέση με τη χρονολογική σειρά που γράφτηκαν, η οποία άλλωστε δεν βεβαιώνεται πάντοτε με σιγουριά γιατί δεν έχουν σωθεί όλοι οι κατάλογοι με τους νικητές των αγώνων.

Οι αιγινητικές ωδές του Πινδάρου

Η Αίγινα, στην οποία όπως και στη Βοιωτία, είχαν αναμιχθεί δωρικά στοιχεία με αιολικά, ήταν τότε ανταγωνιστής επικίνδυνος της Αθήνας και έτσι εξ αντικειμένου πολιτικά σύμμαχος με τη Θήβα του Πινδάρου. Η δύναμη βρισκόταν στα χέρια μιας αριστοκρατικής τάξης από πλούσια γένη, που αγαπούσαν και καλλιεργούσαν τον αθλητισμό. Αυτός ακριβώς ήταν ο κόσμος των πινδαρικών επινικίων. Ο Πίνδαρος συνδέθηκε πολύ στενά με την Αίγινα. Με την εκστρατεία του Ξέρξη, η Θήβα μήδισε και ο Πίνδαρος, που είχε σχέσεις με την φιλομηδική αριστοκρατία της πόλης του βρέθηκε εκτεθειμένος. Σ' εκείνη τη δύσκολη συγκυρία, οι ιδιαίτερες σχέσεις του με τους αιγινήτες, που ήταν από την πλευρά των νικητών, του φάνηκαν πολύ χρήσιμες.

Η ειδική σχέση του Πινδάρου με την Αίγινα φαίνεται από τον αριθμό των ωδών του που είναι αφιερωμένες σε αιγινήτες. Πράγματι, στον πίνακα των πόλεων που τιμώνται από τις πινδαρικές ωδές, η Αίγινα καταλαμβάνει την πρώτη θέση με έντεκα αφιερωμένες σ' αυτήν ωδές, ενώ στη δεύτερη θέση ακολουθούν, πολύ μακριά, με πέντε ωδές αφιερωμένες, η Θήβα, γενέτειρα του ποιητή, και ο σικελικός Ακράγας. Αν βέβαια αθροίσουμε όλες τις πόλεις της Σικελίας, ο συνολικός αριθμός των ωδών τους (14) ξεπερνάει λίγο τις αιγινητικές, αλλά μια τέτοια σύγκριση των δύο νησιών θα ήταν εξώφθαλμα άδικη.

Ρουμελιώτικο Λογοτεχνικό Συμπόσιο


Το διοικητικό συμβούλιο του Πνευματικού Κέντρου Ρουμελιωτών ενέκρινε εισήγηση του εφόρου δημοσίων σχέσεων για την πραγματοποίηση τον προσεχή χειμώνα Συμποσίου Λογοτεχνίας των ρουμελιωτών λογοτεχνών. Σύμφωνα με τις πρώτες οργανωτικές προδιαγραφές το Συμπόσιο θα κρατήσει δύο ημέρες, δηλαδή ένα Σαββατοκύριακο.

Θα λάβουν μέρος ποιητές και πεζογράφοι από τους πέντε νομούς της Ρούμελης.

Στην έναρξη θα δύο γίνουν 2-3 εισηγήσεις για την ποίηση και την πεζογραφία και κατόπιν οι δημιουργοί θα καλούνται να διαβάσουν έργα τους. Όταν δεν παρίστανται, ή δεν μπορούν να απαγγείλουν, ή να διαβάσουν οι ίδιοι τα έργα τους, θα αναλάβουν άλλα πρόσωπα, ίσως ηθοποιοί που θα καλέσουμε.

Όσοι από τους ρουμελιώτες λογοτέχνες επιθυμούν να λάβουν μέρος να το δηλώσουν στον υπεύθυνο του συμποσίου δημοσιογράφο-συγγραφέα κ. Β.Α. Λαμπρόπουλο (τηλ. 6977 77 29 75) στέλνοντας σημείωμα στην γραμματεία του ΠΚΡ.

Σχετικά με το Συμπόσιο θα εκδοθεί αναλυτική ανακοίνωση αμέσως μετά τις δημοτικές εκλογές.